κωμῳδοδιδασκαλίαν

κωμῳδοδιδασκαλίαν
κωμῳδοδιδασκαλίᾱν , κωμῳδοδιδασκαλία
rehearsing a comedy
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κωμωδοδιδασκαλία — κωμῳδοδιδασκαλία, ἡ (Α) [κωμωδοδιδάσκαλος] διδασκαλία τών ηθοποιών και τού χορού προκειμένου να παίξουν σε κῳμωδία («κωμῳδοδιδασκαλίαν εἶναι χαλεπώτατον ἔργον ἁπάντων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”